- μαστοειδής απόφυση
- Απόφυση του κροταφικού οστού, σχήματος πυραμίδας, στην οποία προσφύονται οι μύες που στρέφουν το κεφάλι. Στο εσωτερικό της υπάρχουν πολυάριθμες μικρές κοιλότητες, οι μαστοειδείς κυψέλες, η ανάπτυξη των οποίων ποικίλλει στα διάφορα άτομα και επικοινωνούν με το μέσο ους. Οι μικροβιακές φλεγμονές αυτών των κοιλοτήτων ονομάζονται μαστοειδίτιδες και συνήθως οφείλονται σε σταφυλόκοκκο. Εμφανίζονται ως επιπλοκή μέση ωτίτιδας, ενώ η εξέλιξή τους μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια. Η φλεγμονή της μαστοειδούς απόφυσης μπορεί να επεκταθεί προς τα έξω ή προς την κρανιακή κοιλότητα προκαλώντας, στην τελευταία περίπτωση, ενδοκρανιακό απόστημα ή μηνιγγίτιδα. Η θεραπεία της μαστοειδίτιδας έχει βελτιωθεί σημαντικά με τη χρήση των αντιβιοτικών, ενώ στο παρελθόν θεωρούσαν πάντοτε απαραίτητη τη χειρουργική επέμβαση.
Dictionary of Greek. 2013.