μαστοειδής απόφυση

μαστοειδής απόφυση
Απόφυση του κροταφικού οστού, σχήματος πυραμίδας, στην οποία προσφύονται οι μύες που στρέφουν το κεφάλι. Στο εσωτερικό της υπάρχουν πολυάριθμες μικρές κοιλότητες, οι μαστοειδείς κυψέλες, η ανάπτυξη των οποίων ποικίλλει στα διάφορα άτομα και επικοινωνούν με το μέσο ους. Οι μικροβιακές φλεγμονές αυτών των κοιλοτήτων ονομάζονται μαστοειδίτιδες και συνήθως οφείλονται σε σταφυλόκοκκο. Εμφανίζονται ως επιπλοκή μέση ωτίτιδας, ενώ η εξέλιξή τους μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια. Η φλεγμονή της μαστοειδούς απόφυσης μπορεί να επεκταθεί προς τα έξω ή προς την κρανιακή κοιλότητα προκαλώντας, στην τελευταία περίπτωση, ενδοκρανιακό απόστημα ή μηνιγγίτιδα. Η θεραπεία της μαστοειδίτιδας έχει βελτιωθεί σημαντικά με τη χρήση των αντιβιοτικών, ενώ στο παρελθόν θεωρούσαν πάντοτε απαραίτητη τη χειρουργική επέμβαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαστοειδής — ές 1. αυτός που είναι όμοιος με μαστό, αυτός που έχει σχήμα μαστού 2. φρ. «μαστοειδής απόφυση» ανατ. η απόφυση τού κατώτερου και οπίσθιου μέρους τού κροταφικού οστού, στην οποία καταφύονται πολλοί μύες τού λαιμού και η οποία περιέχει κοιλότητες,… …   Dictionary of Greek

  • απόφυση — η (Α ἀπόφυσις) [φύω] 1. παραφυάδα, παραβλάστημα, παρακλάδι 2. προεξοχή ενός οργάνου («σκωληκοειδής απόφυση» του εντέρου, «μαστοειδής απόφυση» του κροταφικού οστού) …   Dictionary of Greek

  • μαστοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με μαστό: Μαστοειδής απόφυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …   Dictionary of Greek

  • πλεκτάνη — η, ΝΜΑ μτφ. μηχανορραφία, παγίδα, ενέδρα νεοελλ. ναυτ. είδος πλέγματος από κλώσματα σχοινιού με μορφή κορδονιού που περιβάλλει τον άξονα τής έλικας τού πλοίου στο σημείο εξόδου του από το σκάφος με σκοπό να εμποδίζει την εισροή τού νερού προς το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”